τραφερός

τραφερός
-ά, -όν, θηλ. και -ή, Α
1. (για ψάρια) παχύς
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που τρέφει, που παχαίνει κάποιον άλλο
3. ξηρός («ἤθεα τραφερά» — εκτάσεις ξηρής γής, Οππ.)
4. (στον Όμ.) το θηλ. ως ουσ. ἡ τραφερή
(ενν. γῆ) η ξηρά, η στεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραφ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. τρέφω* (πρβλ. παθ. αόρ. β' -τράφ-ην) + κατάλ. -ερός (πρβλ. θαλερός, φαν-ερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τραφερά — τραφερός well fed neut nom/voc/acc pl τραφερά̱ , τραφερός well fed fem nom/voc/acc dual τραφερά̱ , τραφερός well fed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφερῶν — τραφερός well fed fem gen pl τραφερός well fed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφερόν — τραφερός well fed masc acc sg τραφερός well fed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφεραῖς — τραφερός well fed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφεροῖς — τραφερός well fed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφεροῖσι — τραφερός well fed masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφεροῦ — τραφερός well fed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφερᾶς — τραφερός well fed fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφερᾷ — τραφερός well fed fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφερῆς — τραφερός well fed fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”